καταβολεύς

καταβολεύς
καταβολεύς, -έως, ὁ (Α)
1. ο ιδρυτής
2. αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει
3. στον πληθ. οἱ καταβολεῑς
υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα προς το κράτος χρέη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- < καταβάλλω «ιδρύω, καταβάλλω χρήματα» + κατάλ. -εύς (πρβλ. επι-βολεύς, υπο-βολεύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταβολεῖς — καταβολεύς founder masc acc pl καταβολεύς founder masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολῆς — καταβολεύς founder masc nom pl καταβολεύς founder masc nom/voc pl καταβολή throwing down fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολεῖ — καταβολεύς founder masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολᾶς — καταβολεύς founder masc acc pl καταβολή throwing down fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • καταβολῇ — καταβολῆι , καταβολεύς founder masc dat sg (epic ionic) καταβολή throwing down fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”