- καταβολεύς
- καταβολεύς, -έως, ὁ (Α)1. ο ιδρυτής2. αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει3. στον πληθ. οἱ καταβολεῑςυπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα προς το κράτος χρέη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- < καταβάλλω «ιδρύω, καταβάλλω χρήματα» + κατάλ. -εύς (πρβλ. επι-βολεύς, υπο-βολεύς)].
Dictionary of Greek. 2013.